- ξεκατίνιασμα
- το [ξεκατινιάζω]καταπόνηση, εξάντληση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεκατίνιασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκατινιάσματος, βλάβη στη ράχη ζώου ή ανθρώπου από το πολύ βάρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)